Tuesday, December 27, 2005

MeΓκαλήcious





Περίληψη προηγουμένων. Το 1980, χρονιά που πρωτοείδα τον Γκάλη να παίζει μπάσκετ και τον λάτρεψα, ήμουν 10 χρονών. Το 2005, χρονιά που ο Νικ παντρεύεται, αποσύρεται από την ενεργό εργένικη δράση και τα ψέματα τελειώνουν, έχω φτάσει τα 35. Συμπέρασμα: Έχω περάσει μια ζωή μαζί του. Όσο κι αν είμαι απαρηγόρητη, το κείμενο που ακολουθεί είναι το γαμήλιο δώρο μου, ένας ύμνος στο θεό.
Το 1980 δεν έχω πάει σε γήπεδο μπάσκετ, αλλά παρακολουθώ αγώνες από την τηλεόραση. Με θυμάμαι να πανηγυρίζω το αρειανό πρωτάθλημα του ’79 και να δακρύζω στο θρυλικό πλέον καλάθι του Κόντου. Οι μεγάλοι ψιθυρίζουν κάτι για «αιώνιο δευτερόλεπτο», αλλά χαίρονται, είναι σαφές. Έτσι είναι τότε οι καιροί, αθώοι, οι επιτυχίες των ελληνικών ομάδων προκαλούν πανεθνική χαρά. Σεπτέμβριος, ο μπαμπάς με παίρνει από το χέρι και μου λέει: «Πάμε να δούμε έναν σούπερμαν». Και πήγαμε. Και τον είδαμε. Άρης-Μαρούσι. Τα κίτρινα τα φορούσε το Μαρούσι, ο Άρης μαυροντυμένος. Μεγάλο μπέρδεμα. Στο Μαρούσι έπαιζε ένας Φωσσές, που μου φάνηκε καλός. Ο «σούπερμαν» δεν έμοιαζε καθόλου με τον κανονικό. Ήταν κοντός ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν από τις κερκίδες, και είχε σγουρό φουντωτό μαλλί. Ήταν πραγματικά ξεσηκωτικός, ο ουρανός ήταν το όριο.
Έκτοτε δεν χάσαμε παιχνίδι στο Παλαί. Καθόμασταν στο πέταλο. Σάββατο με Σάββατο βλέπαμε τον κόσμο να αυξάνεται. Βέβαια υπήρχαν πάντα οι σταθεροί. Τους βρήκαμε εκεί νεαρούς, μεγαλώσαμε μαζί τους, χαιρετιόμασταν εγκάρδια, τους είδαμε να φέρνουν τα παιδιά τους στο γήπεδο και να δείχνουν, «αυτός είναι ο Γκάλης». Το ’84 ήρθε και ο Γιαννάκης στην παρέα μας. Τον εκτιμούσαμε, σχεδόν τον αγαπούσαμε, έχυνε και κοιλάδες δακρύων στα φάουλ… Είπαμε, ήμασταν αθώοι τότε. Κάπου εκεί ανακάλυψε και η Ελλάδα τον Νικ. Κάπως αργά είναι αλήθεια, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για τίποτα, πόσο μάλλον για τέτοιου είδους ανακαλύψεις.
Το ’87 ήταν το πιο εκστατικό καλοκαίρι της ζωής όλων μας και κυρίως των μπασκετμπολιστών, που ένιωσαν πως βρίσκονται σε μια αστραφτερή δουλειά. Ότι στο μάταιο τούτο κόσμο ήρθαν για να κάνουν καριέρα, λεφτά, όνομα. Έγιναν περιζήτητοι. Οι μισθοί τους ανέβηκαν σε δυσθεώρατα ύψη. Οι γονείς ανά την Ελλάδα, πολύ πριν το «Fame Story» και το «Big Mother» μπει στη ζωή της οικογένειάς τους και αρχίσουν να στέλνουν τα βλαστάρια τους σε τηλεοπτικές οντισιόν, τα έγραφαν σε ακαδημίες μπάσκετ, αφού ανακάλυπταν ότι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας δεν βρίσκονται ούτε στο δημόσιο και τις τράπεζες ούτε στα εργοστάσια και τα χωράφια, αλλά κάτω από τα καλάθια.
Ο Νικ και ο Άρης συνέχιζαν στο τέμπο της επιτυχίας. Στην Ελλάδα έπαιζαν χωρίς αντίπαλο, στην Ευρώπη φώτιζαν την πλήξη της Πέμπτης μας. Ο Γκάλης δεν αρκέστηκε ποτέ ούτε στην επιτυχία ούτε στις υψηλές αμοιβές που εισέπραττε. Προπονούνταν καθημερινά, ήταν κάθε μέρα και καλύτερος. Ήξερε ότι ο αθλητής είναι υποχρεωμένος πρέπει να περνά με επιτυχία τα ψυχοφθόρα εβδομαδιαία τεστ για να επιβιώσει σε έναν άκρως ανταγωνιστικό χώρο.
Αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στα εκτός έδρας, στα ευρωπαϊκά παίρναμε και τη μαμά, συνήθως πηγαίναμε και στις προπονήσεις. Όχι μόνο εμείς. Πολύς κόσμος πήγαινε στις προπονήσεις. Έξω από το γήπεδο υπήρχαν καντίνες, πάγκοι με ξηρούς καρπούς, πλανόδιοι με μαξιλαράκια από φελιζόλ. Το Παλαί δεν είχε ακόμα «επιπλωθεί» με πλαστική καρέκλα, καθόμασταν στα τσιμέντα και χρειαζόμασταν μαξιλαράκι για να μην πονέσει η κοιλιά μας. Όλο αυτό το τσίρκο Μεντράνο έβγαζε φράγκα και θα έπρεπε να ανάβει λαμπάδα στον Γκάλη ίσαμε το μπόι του Τσατσένκο.
Ο Γκάλης εκτός γηπέδου τυπικός, απόμακρος, μουγκοθόδωρος. Δεν ήταν Φασούλας ή Γιαννάκης, που η γλώσσα τους πήγαινε ροδάνι. Στις επινίκιες δηλώσεις, απλός, σχεδόν απλοϊκός, παρέλειπε τα παχιά λόγια, τους θεατρινισμούς ή τις μεγαλομανείς αηδίες. Άλλωστε τα ελληνικά του ήταν περιορισμένα. Πρόσφερε το απόλυτο θέαμα, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος του θεάματος. Δεν ήξερε και δεν ήθελε να πουλάει τον εαυτό του. Όλοι έλεγαν πως είναι περίπλοκο ον, ψυχρός, μπλαζέ, απόμακρος, κίλερ επαγγελματίας, φραγκοφονιάς. Κι όμως, αποδείχτηκε πιο αισθαντικός και πιο μπεσαλής από τον κλαψιάρη Γιαννάκη, που κάθε καλοκαίρι εκβίαζε διοικήσεις.
Το ’91 ήμουν φοιτήτρια. Στον τελικό των play-offs με τον ΠΑΟΚ έκανα τάμα: ας παίρναμε πρωτάθλημα και ας κοβόμουν στα Λατινικά. Πήραμε πρωτάθλημα, δεν πήγα να δώσω το μάθημα. Ξαφνικά ο Μητρούδης, ο Γιαντζόγλου, κάποιοι «αρειανοί», ίσως και η Δήμητρα Παπίου αποφάσισαν ανανέωση κι έστειλαν τον Νικ στον Παναθηναϊκό.
Το 1992, στον πρώτο αγώνα με τον Γκάλη αντίπαλο, στο Παλαί πήγα με ρήξη συνδέσμου και πατερίτσες. Ο Νικ βγήκε πρώτος, χώρια από τις υπόλοιπες βαζέλες. Το μισό γήπεδο χειροκρότησε, το υπόλοιπο έμεινε βουβό. Εγώ έκθαμβη από την αχαριστία. «Εμείς τον διώξαμε, ρε μαλάκες», φώναζα. Στα μέσα του αγώνα το παιχνίδι εκτροχιάστηκε και όλοι, εκτός από μένα και κάνα δυο κυρίες, τον γιούχαραν. Ένιωσα έναν από τους μεγαλύτερους ηθικούς πόνους της ζωής μου και αποφάσισα να μην ξαναπατήσω στο γήπεδο. Τήρησα την υπόσχεσή μου. Επέστρεψα δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Νικ ανακοίνωσε πως θα παρακολουθήσει ως θεατής τον αγώνα Άρης-Νίαρ Ιστ. Τον χειροκροτήσαμε όσο ποτέ, η τάξη αποκαταστάθηκε.
Το φετινό φθινόπωρο, ήρθε η νέα εθνική επιτυχία του μπάσκετ. Ο Γκάλης και πάλι άφαντος, από επιλογή. Προτίμησε να παίζει τάβλι. Ο θρίαμβος του ’87 ξανά στο προσκήνιο, ξανά προς εκτίμηση και κρίση. Η δικαιοσύνη βρισκόταν στα πιο ακατάλληλα χέρια. Το σινάφι του, φθονερό και μικρόψυχο, μπορεί να μην ξέρασε χολή, όπως έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά παρουσίασε συμπτώματα προχωρημένου αλτσχάιμερ. Ε ναι, λοιπόν, ο θρίαμβος του ’87 προήλθε από την ψυχραιμία του Καμπούρη στις κρίσιμες θρυλικές βολές…
Λίγο πριν το 2005 πνεύσει τα λοίσθια, ο Νίκος Γκάλης παντρεύτηκε και ξαναπέκτησε τη δημοσιότητα, που δεν ζήτησε ποτέ. Περιμένει και διάδοχο. Ο πιο χορτασμένος αθλητής της Ελλάδας έχει σπουδαιότερα πράγματα να αναμένει και να ελπίζει, από το να αγωνίζεται να εξασφαλίσει την αθλητική του μακροβιότητα τρυπώντας στο δημόσιο των εθνικών πόστων.

1 Comments:

Blogger Tourkotimoros said...

cartoon εισαι ωραιος
Μ'αρεσει που εισαι και μπασκετικος
στειλε μου κανα mail να τα πουμε

11:59 AM  

Post a Comment

<< Home